Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

Πληγμοίρα

Από την αρχή του χρόνου σε σπρώχναν ψηλά,
στην κορυφή ενός κέρινου λόφου.
Κουβαλούσες ένα στραβό
σύμβολο της αγάπης τους.
Αγκαλιά με τον θρόνο που σε πρόσμενε
απόμεινες να κοιτάς μια γη
που κάποτε ήταν όμορφη
-πριν το ύψος να την κάνει εχθρική,
πριν η απόσταση να την ξεράνει-

Σαν Ξέρξης που χάνει την Ευρώπη
ανάμεσα σε δυο στεριές
έχανες κι εσύ
-όχι το βιός-
τον βίο σου.

Καμιά φορά στρεφόσουν προς τον ουρανό
μα μόλις χαμήλωναν τα άστρα
έβλεπες στα μάτια τους
άσχημους πλανήτες.
Άλλες φορές
σε δάγκωνε ο ήλιος
και γέμιζαν πληγές τα δάκρυά σου.

Όταν άρχισε να βρέχει
πέταξες όλα τα ρούχα σου
κρατώντας μονάχα
ένα "όχι"
και δέχτηκες σαν αγιασμό
τις καυτές σταγόνες.

Το νερό έπεφτε συνέχεια
κι έπνιγε σιγά-σιγά
την παιδιάδα
Έφτασε στους πρόποδες του λόφου
και ανέβαινε ολοένα
Εσύ εκεί,
του φώναζες να πέφτει από ψηλά,
να ανεβαίνει από κάτω,
ανήμπορη κι ανήξερη
μπροστά σε τόσο ουρανό
Σκέπαζε το λόφο σου
κι εσύ γελούσες
Κάλυπτε τους φόβους σου
κι εσύ το δόξαζες
Έβρεξε τα πόδια σου
κι εσύ πλατσούριζες στην ελπίδα.


Μονάχα σαν έφτασε στο στόμα σου
και το 'νιωσες πικρό
κατάλαβες πως ήταν
αίμα.


Από τότε
πλέεις μέσα του,
κιβωτός με αζευγάρωτα θέλω,
με τα χείλια σου να στέλνουν κάθε τόσο
μαύρα περιστέρια
ζητώντας στεριά.


Κι ακόμα βρέχει



Δεν υπάρχουν σχόλια: