Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013



ε υ ά λ ω τ η.


Προσπαθώντας μέρες τώρα να γράψω κάτι για την Προμήτορα έπεσα στο κενό που άνοιξε ο ενθουσιασμός μου. Δηλώνω ταπεινά την ανικανότητά μου και θέλω να πω σε όλους εσάς του λίγους- καλούς & κακούς- πως είμαι η Εύα και λατρεύω τους λωτούς.

Λατρεύω τη λεία φλούδα και την φρούδα ελπίδα λήθης σε κάθε δαγκωματιά. Αγνοώ τη στιφάδα και τη σκληρότητά τους.

Κλωτσώντας τη σκάλα κάτω απ τα πόδια μου, θυμάμαι αλήθεια λίγα πράγματα. Η αλήθεια μου είναι φιλτραρισμένη από χίλιες δύο προσωπικές θεάσεις και ανάγκες κατανόησης .
Όταν γίνεται ένα λάθος, είμαι συνήθως αυτή που το χει κάνει. Όταν έρχεται στην επιφάνεια, αυτή που το πληρώνει και όταν πληρωθεί αυτή που συνειδητοποιεί αργότερα απ' όλους πως το λάθος του τότε είναι το σωστό του τώρα.

Γιατί οι λωτοί γλυκαίνουν όταν ωριμάζουν.

Και είναι παράταιρο, που την ωριμότητα τη γεύεσαι με δαγκωνιές. Με αιχμηρές διεισδύσεις στη σάρκα. Φαντάζει μακάβριο πώς ξεπληρώνεις την ευεργεσία με μια δαγκωνιά & πώς αυτή γίνεται μόνη της ευεργεσία.

Όταν κοιμάμαι πονάει το σώμα μου.
Ο ύπνος μου γίνεται μια ατελείωτη κράμπα.
Δεν έχω κάτι να πω ούτε στα όνειρά μου.
Η αναπνοή μας δόθηκε για να πορευόμαστε και η άπνοια για ν' ανασταινόμαστε.  
Το κάνω συχνά, μα δείχνει αυτονόητο.

Τα αυτονόητα του κόσμου με κουράζουν και με έκπληξη βλέπω στην πέτρα μου κι άλλους αποσταμένους.
Κι αφού είμαστε πολλοί γιατί δεν αλλάζουμε τους όρους?
Μα είμαι και 'γω σαν τον κάθε «πολύ» που χει το δικό του όρος ν ανεβαίνει & να μένει εκεί, στις δικές του κορφές.

Το μαξιλάρι δεν υπήρξε ποτέ καλή συντροφιά, αφού είμαι η Εύα, και είμαι ευά/λωτοι.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

έμμεΣα

Λένε πως η γυναίκα του Λωτ

δεν ήταν παρά μια ευάλωτη Εύα

που δεν έγινε στήλη άλατος

αλλά λωτός.

Τη μακάβρια ευεργεσία της

σε κάθε αύριο

που θα γινόταν

χτες αλλιώς

την υπενθυμίζει

μέσα στη νύχτα

ετούτη η φράση:

"Μαξιλάρι για την άπνοια των άλλων"

του γνωστού βυθοποιού

Χαφιέ  Μπέρδεμα.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Χαλι_Νάρι.


Ήτανε μια φορά ή Νάρι, που 'χε το μαύρο της το χάλι.
Έκλαιγε για το κουτάβι που 'χε δει να το βάζουν σε χαρτόκουτο και να το πηγαίνουν σε μια άλλη γειτονιά.
Έπρεπε να τιμωρηθεί γιατί τόσο επιβλητικά είχε ζητήσει ένα σπίτι, ένα σπίτι με τρία παιδιά, δύο σκυλιά και ενήλικους. Πολλούς ενήλικους. Πολύ ενήλικους. Τόσο ενήλικους που είχαν ξεχάσει.
Το άκουσε να βγάζει κραυγές. μικρές. διαπεραστικές.
Και δεν έτρεξε να το σώσει. Έτσι ήταν η Νάρι, δεν έτρεχε. Έκλαιγε. Μετά. Ποτέ εγκαίρως.
Γιατί το κουτάβι στον ενήλικο κόσμο που ζούσε, ήταν απλώς ζώο, και τα παιδιά απλώς παιδιά. 
Εγγαστρίμυθες απομυθοποιημένες ανάγκες.
Και ο κόσμος, απλώς ένας κόσμος:
Ξυπνάς, πας τουαλέτα, πιάνεις το μπρίκι, ψήνεις καφέ.
Rewind: Ξυπνάς, βρίζεις τον ήλιο, βγάζεις κραυγές, ξεσκίζεις τις σάρκες σου, πεθαίνεις.
Οι άλλοι ακούν το καζανάκι και μετά μυρίζουν τον καφέ.
"Η Νάρι είναι καλά", σκέφτονται. Η καθημερινή ρουτίνα, εξαγιάστηκε και σήμερα.
Η Νάρι είναι καλά! Βιώνει την εγωιστική ανεπάρκειά της. Κλαίει τον έρωτά της. Αγχώνεται για τη δουλειά της. Μέχρι τη στιγμή που ακούει το κουτάβι.
"Μα δε γινόταν αλλιώς!"
Και ναι! Δε γινόταν αλλιώς. Η αυτάρκεια προστάζει το "ΔΕ" και η καρδιά το "ΑΛΛΙΩΣ".
 Το "γινόταν", έρχεται μόνο του. Γιατί όλα συμβαίνουν είτε "με" είτε "χωρις" εσένα Νάρι.
Ξύσε τις σταλλαγματιές του κεριού απ το κηροπήγιο. Συγκεντρώσου στην κίνηση των δαχτύλων σου, ίσως τότε ο κόσμος σε αφήσει να ζήσεις άλλη μια μέρα. Ε και?
Μόνο το κουτάβι θα τριγυρίζει εκεί έξω. Αυτό και τόσα άλλα. Αυτό και τόσα άλλα ανθρώπινα κουτάβια. Αυτό και τόσοι άλλοι "μεγάλοι" που διεκδίκησαν λίγη αγάπη, λίγη ανθρωπιά. Τρισάθλια λέξη. Να την αλλάξουμε. Οι άνθρωποι είμαστε απαίσια όντα. 
Να μας αλλάξουμε.

υγ. Το εμπρόσθιος δε χωρούσε πουθενά, αποσυντέθηκε σε εμπρός + όρθιος. Μα κανείς δε μένει όρθιος, εμπρός, στον ενήλικο κόσμο σου Νάρι.



Εγκληματισμός


Ένα απόγευμα δεν την πήρε μαζί του. Το είχε ξανακάνει όταν έβγαινε με τους φίλους του, μα τούτη τη φορά κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένιωθε την αγκαλιά του άδεια, είχε ένα παράξενο μούδιασμα εκεί ψηλά στον μηρό του όπου ακουμπούσε συνήθως το χέρι της, δεν ήξερε τι να κάνει με τα χέρια του. 

Το πιο τρομακτικό απ' όλα βέβαια ήταν ότι δεν μιλούσε. Δεν έμενε όμως σιωπηλός όπως αυτοί που στρογγυλοκάθονται στην αυτάρκεια της σιωπής τους ούτε όπως οι άλλοι που βάζουν χαλινάρι στη γλώσσα τους μπας και τους ερωτευτεί καμιά ανασφάλεια.

Όχι. Αυτός σιωπούσε γιατί είχε ξεχάσει να μιλά χωρίς εκείνη, γιατί τα χείλη του είχαν ατροφήσει πια -τόσον καιρό που την κρατούσε σφιχτά δεν είχαν σαλέψει ούτε στιγμή. Όλο το εμπρόσθιο τμήμα του προσώπου του, μύες, κόκαλα, χόνδροι, έμοιαζε να έχει παραλύσει, φτιάχνοντας μια μάσκα σατανικά ίδια με το πρόσωπο εκείνης.

Φοβήθηκε. Παράτησε τον καφέ του στη μέση, πέταξε δυο κέρματα στο μαρμάρινο τραπεζάκι και έφυγε σαν κυνηγημένος για το σπίτι του. 

Έφτασε σαν κυνηγός.

Άρπαξε το ορφανό κηροπήγιο που κάποτε φώτιζε με το πιο δυνατό αδύναμο φως το δωμάτιό του και της τσάκισε το κεφάλι με δυο-τρία χτυπήματα. Έπειτα την έβαλε σε μια σακούλα και την πέταξε στα σκουπίδια. Τότε μόνο βρήκε και πάλι τη φωνή του, κάτι σαν "Άντε γεια, κούκλα," αλλά κανείς δεν ήταν εκεί για να τον ακούσει.



Τον Μικρό Οδηγό για Εγγαστρίμυθους τον πέταξε στο λιμάνι μερικές μέρες μετά.