Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Εγκληματισμός


Ένα απόγευμα δεν την πήρε μαζί του. Το είχε ξανακάνει όταν έβγαινε με τους φίλους του, μα τούτη τη φορά κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένιωθε την αγκαλιά του άδεια, είχε ένα παράξενο μούδιασμα εκεί ψηλά στον μηρό του όπου ακουμπούσε συνήθως το χέρι της, δεν ήξερε τι να κάνει με τα χέρια του. 

Το πιο τρομακτικό απ' όλα βέβαια ήταν ότι δεν μιλούσε. Δεν έμενε όμως σιωπηλός όπως αυτοί που στρογγυλοκάθονται στην αυτάρκεια της σιωπής τους ούτε όπως οι άλλοι που βάζουν χαλινάρι στη γλώσσα τους μπας και τους ερωτευτεί καμιά ανασφάλεια.

Όχι. Αυτός σιωπούσε γιατί είχε ξεχάσει να μιλά χωρίς εκείνη, γιατί τα χείλη του είχαν ατροφήσει πια -τόσον καιρό που την κρατούσε σφιχτά δεν είχαν σαλέψει ούτε στιγμή. Όλο το εμπρόσθιο τμήμα του προσώπου του, μύες, κόκαλα, χόνδροι, έμοιαζε να έχει παραλύσει, φτιάχνοντας μια μάσκα σατανικά ίδια με το πρόσωπο εκείνης.

Φοβήθηκε. Παράτησε τον καφέ του στη μέση, πέταξε δυο κέρματα στο μαρμάρινο τραπεζάκι και έφυγε σαν κυνηγημένος για το σπίτι του. 

Έφτασε σαν κυνηγός.

Άρπαξε το ορφανό κηροπήγιο που κάποτε φώτιζε με το πιο δυνατό αδύναμο φως το δωμάτιό του και της τσάκισε το κεφάλι με δυο-τρία χτυπήματα. Έπειτα την έβαλε σε μια σακούλα και την πέταξε στα σκουπίδια. Τότε μόνο βρήκε και πάλι τη φωνή του, κάτι σαν "Άντε γεια, κούκλα," αλλά κανείς δεν ήταν εκεί για να τον ακούσει.



Τον Μικρό Οδηγό για Εγγαστρίμυθους τον πέταξε στο λιμάνι μερικές μέρες μετά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: