Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2008

Χορεσμός



"Ως εδώ και μη παρέκει" λες συχνά,

μα ο εσμός των κηφήνων που σε κυνηγά

ανορθογραφεί στα μάτια σου τον ορισμό

των χωρισμών που πάντα έπρεπε να θέλεις

Χωρίς ποτέ να έχεις μάθει

ότι το σώμα μας δεν συγχωρεί

κανένα "Χ" σε τούτη την παρτίδα σκάκι.

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

Πληγμοίρα

Από την αρχή του χρόνου σε σπρώχναν ψηλά,
στην κορυφή ενός κέρινου λόφου.
Κουβαλούσες ένα στραβό
σύμβολο της αγάπης τους.
Αγκαλιά με τον θρόνο που σε πρόσμενε
απόμεινες να κοιτάς μια γη
που κάποτε ήταν όμορφη
-πριν το ύψος να την κάνει εχθρική,
πριν η απόσταση να την ξεράνει-

Σαν Ξέρξης που χάνει την Ευρώπη
ανάμεσα σε δυο στεριές
έχανες κι εσύ
-όχι το βιός-
τον βίο σου.

Καμιά φορά στρεφόσουν προς τον ουρανό
μα μόλις χαμήλωναν τα άστρα
έβλεπες στα μάτια τους
άσχημους πλανήτες.
Άλλες φορές
σε δάγκωνε ο ήλιος
και γέμιζαν πληγές τα δάκρυά σου.

Όταν άρχισε να βρέχει
πέταξες όλα τα ρούχα σου
κρατώντας μονάχα
ένα "όχι"
και δέχτηκες σαν αγιασμό
τις καυτές σταγόνες.

Το νερό έπεφτε συνέχεια
κι έπνιγε σιγά-σιγά
την παιδιάδα
Έφτασε στους πρόποδες του λόφου
και ανέβαινε ολοένα
Εσύ εκεί,
του φώναζες να πέφτει από ψηλά,
να ανεβαίνει από κάτω,
ανήμπορη κι ανήξερη
μπροστά σε τόσο ουρανό
Σκέπαζε το λόφο σου
κι εσύ γελούσες
Κάλυπτε τους φόβους σου
κι εσύ το δόξαζες
Έβρεξε τα πόδια σου
κι εσύ πλατσούριζες στην ελπίδα.


Μονάχα σαν έφτασε στο στόμα σου
και το 'νιωσες πικρό
κατάλαβες πως ήταν
αίμα.


Από τότε
πλέεις μέσα του,
κιβωτός με αζευγάρωτα θέλω,
με τα χείλια σου να στέλνουν κάθε τόσο
μαύρα περιστέρια
ζητώντας στεριά.


Κι ακόμα βρέχει



Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Την Λέξη

Ατάκα:
"Άπαυστος έρως της δόξης του Κυρίου"
-Γιώργου-
και μετά "λόγος άφθονος"
-από στόματα σάπια-
κι ακόμη "ζήλος άκακος"
-σαν πρόβατο επί σφαγήν-
για να είναι η ψυχή καθαρή
-σαν τάφος-
Με κάτι τέτοιες ακατάπαυστες προσευχές
ζητούσαν μεσιτεία
για λίγο φως
εκεί που φύτρωνε μονάχα νύχτα.


Ατάκα άστατη
στα χείλια άπειρου υποκριτή
που μπερδεύει το ψέμα με το ψεύδος
φράση που δεν ξέρει
αν θέλει ή αν ποθεί
πάνω σε μια ακατάστατη σκηνή
γεμάτη έπιπλα από άλλα έργα
ίδια με ζωή ξοδεμένη
σε τηλέφονα
και δίχτυα επικοινωνιών.


Ατάκα άσχετη που την πετάς
για να ξεφύγεις από λαβυρίνθους αγάπης
σα χαλικάκι που θα σου θυμίζει το δρόμο
μπας και χαθείς μέσα στον ίδιο σου τον πόθο
και συναντήσεις άοπλος
έναν Μινώταυρο που πεθαίνει
από ακατάσχετη εγωρραγία.


Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Καριέρα

Σε έναν άλλο τόπο,
γεμάτο ελαιώνες και μωβ όνειρα,
ήμουνα ταχυδρόμος.
Έφερνα όμως μόνο κακές ειδήσεις
-ψέματα, αυτές με έφερναν στα σπίτια-
και μερικές φορές κάτι πενιχρές συντάξεις
μνήμης.
Φόρτωνα το σάκο μου
διαψευσμένα όνειρα,
τσαλακωμένες υποσχέσεις,
"σ' αγαπώ" που απ' την πολλή βροχή
γίνονταν μουσκεμένα "σ' αγαπούσα",
και ξεκινούσα.
Μπροστά σε κάθε σπίτι
φιλούσα ένα χαϊμαλί από μετάξι,
δώρο ενός αποτυχημένου μάγου,
γιατί το ήξερα:
με κοιτούσαν όλοι τους
μέσα από σκοτεινές περσίδες,
γεμάτοι από φόβο μήπως πήγαινα γράμμα
σ' αυτούς.
Φοβόμουν πάντα το φόβο.
Δεν είχα συνηθίσει ποτέ να με φοβάται αυτός.

Τώρα πια
ο σάκος μου δεν έχει γράμματα
μονάχα κόκαλα κιτρινισμένα,
απομεινάρια μιας δουλειάς
που έπρεπε να γίνει.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Αλλού

Δείχνεις εδώ, με φόντο έναν ξεθωριασμένο ουρανό,
σαν κι αυτόν που πετά πια η ψυχή σου.
Μου δείχνεις πάνω, σε μια καρδιά
εγκλωβισμένη σε λευκά τσαλακωμένα.
Στα υψηλά, που κοιτάζουν αλλού, έξω απ' το σώμα.

Δείχνεις
και ταυτόχρονα
κρύβεις,
αρχαίο σήμα.

Κρύβεις μισό κορμί
αφήνοντας το λειψό,
χωρίς έρωτα, δίχως φυγή,
παράλυτη κι αγνή
-αν είναι αγνή η νύχτα-
λίγο πριν κολλήσεις στον πέτρινο τοίχο
του μέλλοντος.


Καμιά φορά
ευτυχία μπορεί να είναι
να γίνουν τα "εξαιτίας"
"χάρη σε"



Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2008

ΕΔΩ

Σώσαμε στις παλάμες μας τα δάχτυλα του άλλου

μαζεύοντας σε βρόμικα στενά ψεύτικες αλήθειες.

ανάψαμε ξανά το μεγάλο τζάκι του εγώ.

τίποτα δεν θα κρύψουμε κάτω απ' το στρώμα.

σωπάστε όσοι καταλαβαίνετε μονάχα από αρνήσεις,

μάτωσαν καιρό στα χείλη μας τα "όχι".